-
1 γεννητάτος
η, ο исконный, коренной;είναι αθηναίος γεννητάτος — он коренной афинянин
См. также в других словарях:
Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν … Dictionary of Greek
Αθηναίος — θηλ. αία και Ατθίδα αυτός που κατάγεται από την Αθήνα: Είναι βέρος Αθηναίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πραξίας — Αθηναίος γλύπτης και ζωγράφος. Έζησε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Ο Παυσανίας τον αναφέρει ως τον γλύπτη που κατασκεύασε τα αετώματα του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Πέθανε στους Δελφούς χωρίς να προλάβει να τελειώσει τον γλυπτικό διάκοσμο των… … Dictionary of Greek
Σιλανίων — Αθηναίος γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Ανήκε στην αττική σχολή της πλαστικής παρόλο που από ό,τι φαίνεται η οικογένεια του είχε έρθει στην Αθήνα από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου, ήταν αυτοδίδακτος. Από τα έργα του εκείνο που χρησίμευσε… … Dictionary of Greek
Στρογγυλίων — Αθηναίος γλύπτης, που άκμασε στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Παυσανία ένα από τα σπουδαιότερα έργα του είναι το χάλκινο άγαλμα της Άρτεμης Σωτείρας, που οι Μεγαρείς αφιέρωσαν στο ιερό της θεάς στα Μέγαρα, σε ένδειξη… … Dictionary of Greek
σόλων — Αθηναίος νομοθέτης (γύρω στα 640 γύρω στα 560 π.Χ.). Ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Κοδριδών και κατατάσσεται μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή σ’ ένα μικρό κύκλο εκλεκτών αντρών, που χρησίμευαν στους αρχαίους ως πρότυπα… … Dictionary of Greek
Ονάσιμος — Αθηναίος ή Σπαρτιάτης ιστοριογράφος και ρήτορας, που έζησε την εποχή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Έγραψε πολλά έργα, από τα οποία δεν σώθηκαν παρά μόνο μερικά αποσπάσματα. Τα κυριότερα είναι: Στάσεων διαιρέσεις, Τέχνη δικανική και Εγκώμια … Dictionary of Greek
Πεισιάναξ — Αθηναίος γαμπρός του Κίμωνα, που έχτισε στην Αθήνα την Πεισιανάκτιο ( α) στοά, κοντά στο ιερό της Ουράνιας Αφροδίτης. Η στοά αυτή είναι περισσότερο γνωστή με το όνομα Ποικίλη στοά … Dictionary of Greek
Σοφίλος — Αθηναίος αγγειοπλάστης και αγγειογράφος του 6ου αι. π.Χ., του οποίου έχουν σωθεί τρία ενυπόγραφα κομμάτια αγγείων και στον οποίο αποδίδονται άλλα 37. Χωρίς να είναι μεγάλος καλλιτέχνης, διακρίνεται για τα διακοσμητικά του χαρίσματα και την… … Dictionary of Greek
Σπεύσιππος — Αθηναίος φιλόσοφος (407 339 / 338 π.Χ.), που διαδέχτηκε τον Πλάτωνα στη διεύθυνση της Ακαδημίας. Ο Σ. είχε παίξει μεγάλο ρόλο στις σχέσεις του Πλάτωνα με το Διονύσιο B’ των Συρακουσών και με το Δίωνα. Από τα φιλοσοφικά έργα του δεν έχουν σωθεί… … Dictionary of Greek
Τελεσαρχίδης — Αθηναίος γλύπτης του 5ου αι. π.Χ. Το γνωστότερο έργο του είναι ένας τετρακέφαλος Ερμής, εξαίρετο γλυπτό, που είχε στηθεί στον Κεραμεικό … Dictionary of Greek